Tuesday, January 9, 2007

Δε λούκ ον δειρ φέισις...

Ως πρώτο post μου θα ήθελα να μιλήσω για μια ταινία που είδα πρόσφατα και πιστεύω ότι χρήζει ανάλυσης και συζήτησης. Η ταινία αυτή είναι το νέο δημιούργημα του Chris Nolan “The Prestige”.

Θα πω εξ’ αρχής ότι μου άρεσε. Ειδικά την δεύτερη φορά που το είδα εκτίμησα ακόμα περισσότερο το πολύ προσεγμένο χτίσιμο της. Κάτι όμως με εμπόδισε από το να την χαρακτηρίσω αριστούργημα. Η εισαγωγή μιας ιστορικά αμφιλεγόμενης μηχανής/τεχνικής/επιστημονικής θεωρίας στη μέση της ταινίας και κυρίως το τέλος.

Μην ανησυχείτε δεν θα προβώ σε περεταίρω αποκαλύψεις (ίσως θέσω περισσότερα ερωτήματα όταν οι περισσότεροι συνάδελφοι bloggers την έχουν δει… σε εσένα το λέω MacTege). Θα πω όμως το εξής: Ο Nolan πέφτει στην κλασσική παγίδα του Hollywood. Μια κατά τα άλλα ευφυέστατη ταινία και πολύ-επίπεδη, προσπαθεί να την κάνει απόλυτα κατανοητή όχι απλά στον μέσο θεατή, αλλά σε όλο τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να την ξεγυμνώνει στα τελευταία λεπτά κάτι που σίγουρα λειτουργεί αρνητικά για την ταινία που μέχρι τότε κινούταν σε εξαιρετικά επίπεδα. Αυτό που εννοώ είναι ότι ενώ με αυτά που δείχνει καταλαβαίνουμε (και ο πληθυντικός χρησιμοποιείται πολύ ελεύθερα εδώ) τι ακριβώς έχει γίνει και ποια είναι τα μυστήρια της ταινίας περίπου 10- 15 λεπτά πριν το τέλος, ο Nolan τελειώνει την ταινία με μια σεκάνς που θυμίζει πολύ έντονα Usual Suspects, και μας αποκαλύπτει ότι τελικά… αυτό που είχαμε καταλάβει… ήταν αλήθεια… Χμμ... οκ...

Πάντως η ταινία λειτουργεί πολύ όμορφα σε ένα συμβολικό επίπεδο, ως σχολιασμός του Nolan πάνω στην «τέχνη» του θεάματος και στον δημιουργό (κάτι που ενόχλησε πολλούς που ξέρω, καθώς εξέλαβαν τη συγκεκριμένη τεχνική ως περιαυτολογία του δημιουργού Nolan) . Ένα πολύ ωραίο σημείο είναι όταν οι δύο ανταγωνιστές (εκφραστές και δυο διαφορετικών απόψεων πάνω στην τέχνη του θεάματος) ανταλλάσουν απόψεις πάνω στο θέμα της θυσίας στο όνομα της τέχνης, και στους λόγους για τους οποίους ο καθένας τους κάνει αυτό που κάνει.

“You really don’t know, do you?” Λέει ο Algier στον Borden. “It was the look on their faces.” Καταλήγει, αναφερόμενος στο κοινό του που τον παρακολουθούσε με δέος κάθε φορά που ήταν πάνω στη σκηνή. Δεν είμαι σίγουρος αν αντηχούσε τις σκέψεις του Nolan ο Jackman στη συγκεκριμένη στιγμή, σίγουρα όμως πολλοί δημιουργοί είδαν το πρόσωπό τους στον χαρακτήρα του Jackman. Δυστυχώς όμως the look on my face ήταν ένα μείγμα απογοητευμένης απορίας και απάθειας.

Υ.Γ. Ήρθε ο Μάρτιος; Ακόμα;;; Πόσο μπορεί κάποιος να περιμένει αφού έχει δει το καινούργιο trailer του 300 στη μεγάλη οθόνη;; Έχουμε και τα όριά μας… άντε…

1 comment:

ginger said...

Θα συμφωνήσω μαζί σου. Νομίζω οτι ο Nolan ήθελε τόσο πόλυ να δημιουργήσει ta-ra-ta-ta effect που (άθελα του ίσως) αποδυνάμωσε το στοιχείο του "μυστηρίου". από ένα σημείο και μετά, η εξέλιξη ήταν εντελώς προβλέψιμη.
All in all, ήταν καλή ταινία. θεωρώ οτι λειτούργησε καλύτερα ως σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση (αναφορικά με τη σκοτεινή, ζηλόφθονη, ανταγωνιστική πλευρά που όλοι έχουμε) παρά ως τοποθέτηση πάνω στην τέχνη.
πάντως, ως πρώην ερασιτέχνης joggler έχω να πω οτι οι θεατές πάντα εντυπωσιάζονται από τα εύκολα κόλπα γιατί είναι πιο θεαματικά. αντίθετα, τα δύσκολα κόλπα συνήθως απαιτούν απλές, καθαρές κινήσεις που δύσκολα τραβούν την προσοχή του θεατή. συνεπώς η αρχική παρουσίαση του Κριστιάν Μπεηλ ως ανώτερου μάγου που δεν μπορεί να τραβήξει την προσοχή του κοινού ήταν απόλυτα εύστοχη!