Showing posts with label movies. Show all posts
Showing posts with label movies. Show all posts

Tuesday, May 27, 2008

Πώς έμαθα να πάψω να ανησυχώ και να... μπα, όχι. Γιατί μου άρεσε το καινούριο Indiana Jones: Μια απολογία

Ως το μόνο μέλος της Familia που έμεινε απόλυτα ικανοποιημένο από την τελευταία περιπέτεια του συμπαθέστατου αρχαιολόγου με το καπέλο και το μαστίγιο, νιώθω πως έχω ιερό καθήκον απέναντι στον αγαπημένο μου κινηματογραφικό ήρωα όλων των εποχών, να μιλήσω εν ονόματί του στον σκληρό τούτο κόσμο, να υπερασπιστώ την τιμή του, πού να πάρει! Και μια και έχω και καιρό να συνεισφέρω στη Familia, είπα να το παρακάνω αυτή τη φορά!

Όταν που λέτε ο Indiana Jones κάλπαζε στο ηλιοβασίλεμα με τον πατέρα και τους φίλους του πριν από δεκαεννιά χρόνια, έκλεινε μια αγαπημένη τριλογία που έδωσε φρέσκια πνοή στο blockbuster και έθεσε νέους κανόνες στην περιπέτεια: Επρόκειτο για ταινίες στις οποίες συνυπήρχαν αρμονικά αχαλίνωτη και υπερβολική δράση, ιστορίες γεμάτες υπερφυσικά φαινόμενα, πολύχρωμους χαρακτήρες και εξωτικές τοποθεσίες και πάνω απ’ όλα ένα κοφτερό χιούμορ που διαπότιζε ακόμη και τις πιο σκοτεινές γωνίες του σύμπαντος που δημιούργησαν οι Lucas και Spielberg.

Ο ανορθόδοξος αρχαιολόγος που κινιόταν με την ίδια άνεση και στα αμφιθέατρα του Marshall College και σε αρχαίους καταραμένους τάφους, πότε κυνηγημένος από ερωτευμένες φοιτήτριες και πότε από μεγαλομανείς Ναζί, έγινε ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπημένους χαρακτήρες της ποπ κουλτούρας. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ότι θα θέλαμε να ακούσουμε κι άλλες ιστορίες γι’ αυτό το μοναδικό ήρωα. Και ακούσαμε: από τα comics της Marvel που εκδόθηκαν πριν καν βγει το Temple of Doom και «γέμιζαν» το κενό ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ταινία, μέχρι την τηλεοπτική σειρά Young Indiana Jones όπου, στη σύγχρονη εποχή πλέον, ο γέρος καθηγητής Jones (με ένα μάτι λιγότερο κιόλας) αναπολεί ιστορίες της νιότης του, πριν καν γίνει ο επιστήμονας τυχοδιώκτης που αγαπήσαμε, κι από τη συνέχεια των περιπετειών του στο αριστουργηματικό Indiana Jones and the Fate of Atlantis της Lucasarts – ένα από τα καλύτερα adventure games όλων των εποχών, προϊόν της «χρυσής» εποχής της Lucasarts και μέχρι σήμερα, για μένα, το πραγματικό νο. 4 της σειράς – στα comics της Dark Horse στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η δίψα μας για καινούριες ιστορίες του Indy ήταν προφανής.

Η νέα ταινία συζητιόταν φυσικά από παλιά και όλοι την περιμέναμε πώς και πώς, ρουφώντας κάθε μικρό νέο που ξεγλιστρούσε. Οι πιθανότητες άπειρες, το ίδιο και οι απορίες – Ποιά θα ήταν η ιστορία; Θα μπορούσε ο Harrison Ford να γυρίσει στον πιο γνωστό του ρόλο, παρά την ηλικία του; Ποιός θα σκηνοθετούσε, αν όχι ο Steven Spielberg; Ποιός θα το έγραφε; Θα ήταν η επιστροφή που άξιζε στον Dr. Jones;

Για πολλά χρόνια, το μόνο που ξέραμε στα σίγουρα ήταν ότι και ο Ford και ο Spielberg ήταν πρόθυμοι να κάνουν ένα καινούριο Indy, εφόσον θα είχαν στα χέρια τους ένα καλό σενάριο. Και εμείς χαιρόμασταν, γιατί αυτό σήμαινε ότι ήταν αποφασισμένοι να φτιάξουν μια ταινία αντάξια των παλιών. Και ο καιρός περνούσε, και το κατάλληλο σενάριο δεν βρισκόταν – γραφόταν, ξαναγραφόταν, κάποια στιγμή αναμείχθηκε ο Frank Darabont και αυτό μόνο καλό νέο μπορούσε να είναι... αλλά κι αυτός μετά από ένα διάστημα αποχώρησε. Κι έτσι πέρασαν δεκαεννιά χρόνια.

Και τελικά η ταινία βρήκε το δρόμο προς τις αίθουσες. Και είδαμε αυτό που πιθανότατα θα είναι και η τελευταία περιπέτεια του Indy – που θα δούμε στη μεγάλη οθόνη, τουλάχιστον.

Άξιζε λοιπόν η αναμονή; Εξαρτάται.

Εξαρτάται τι πάει κανείς να δει μετά από δεκαεννιά χρόνια, κατα τη διάρκεια των οποίων η ταινία στο μυαλό μας έχει γίνει το Άγιο Δισκοπότηρο (pun intended) των ταινιών.
Όταν ο Steven Spielberg ξεκίνησε επιτέλους να γυρίζει το νέο Indiana Jones, είχε δύο επιλογές: Μπορούσε να ακολουθήσει κατά γράμμα τη συνταγή που ο ίδιος έφτιαξε τόσα χρόνια πριν και έκανε τα τρία προηγούμενα Indy επιτυχίες, ή να προσπαθήσει να επανεφεύρει αυτή τη συνταγή για το κοινό του 2008, το οποίο είναι όχι μόνο χορτασμένο από ογκώδη, larger-than-life blockbusters, αλλά και πλέον καχύποπτο απέναντι σε outrageous CGI-fests μετά από τόσα χρόνια κατάχρησης από τη βιομηχανία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, για να είναι το νέο Indy η κορυφαία ταινία που περίμεναν όλοι δεκαεννιά χρόνια, ο Spielberg έπρεπε να επανεφεύρει τον τροχό.

Το θέμα είναι ότι ο Spielberg σαν σκηνοθέτης δεν έχει πλέον να αποδείξει σε κανέναν τίποτα, καθώς το συνολικό του έργο είναι μαρτυρία της ικανότητάς του και από καλλιτεχνικής και από εμπορικής άποψης. Δεν μπορώ να πω λοιπόν ότι ήταν κακή ιδέα να ακολουθήσει την παλιά καλή συνταγή, και παράλληλα να διασκεδάσει ολοφάνερα με το όλο project που επανενώνει σχεδόν όλη την παλιοπαρέα που έκανε τον Indiana Jones τον κινηματογραφικό θρύλο που ξέρουμε κι αγαπάμε.

Έτσι, το Indiana Jones and the Kingdom of the Crystal Skull είναι σχεδόν μια checklist μιας ταινίας Indy: χιούμορ σε σημείο slapstick, εκτενείς και υπερβολικές σκηνές δράσης, γραφικούς κακούς (η Cate Blanchett προφέρει τις ατάκες τις στη ρουώσικη προυοφορά της με περισσή απόλαυση), εξωτικές τοποθεσίες με πανάρχαιες και θανάσιμες παγίδες και μυστικά τα οποία είναι έτοιμα να εξολοθρεύσουν αυτόν που δε θα τα σεβαστεί και τη γνωστή κι αγαπημένη μουσική του John Williams. Και βέβαια, ένα πολύ καλό supporting cast, το οποίο μπορεί να μη περιλάμβανε το Sean Connery ως Dr. Henry Jones Sr., αλλά είχε μια απολαυστική Karen Allen, η οποία δείχνει καταπληκτική στα 57 της και η χημεία της με το Harrison Ford μοιάζει σχεδόν ανέγγιχτη, και έναν Shia LaBeouf του οποίου ο spot-on ροκαμπιλάς Mutt Williams αποτελεί πετυχημένο counter-point στον γερασμένο πλέον Indy, ενώ ο ίδιος εξελίσσεται σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες νεαρούς πρωταγωνιστές της βιομηχανίας (Δε θα με εξέπληττε μια προσπάθεια αναβίωσης του franchise με ήρωα το «γιο του Indiana Jones», αλλά δεν μπορώ να πω ότι θα ήθελα να δω κάτι τέτοιο).

Ο ίδιος ο γερόλυκος Harrison ξαναφοράει το καπέλο και τα χακί του Dr. Jones και πραγματικά φαίνεται σαν να μην άφησε το χαρακτήρα ποτέ, κι ας έχουν περάσει γύρω στα είκοσι χρόνια και για τους δυο τους. Το χιούμορ και ο κυνισμός του δόκτορα είναι παρόντα, ενισχυμένα κιόλας από το προχωρημένο της ηλικίας του (“Damn, I thought that was closer”, από τις αγαπημένες μου ατάκες στην ταινία, τόσο για τη σκηνή την ίδια όσο και για το σχόλιό της), όπως και το ειρωνικό γελάκι του, τα punchlines του, η κλωτσοπατινάδα με τους κακούς, το φόβο του για τα φίδια και φυσικά το μαστίγιό του. Ο Ford κάνει έξοχη δουλειά και όχι μόνο φέρνει τον χαρακτήρα πίσω σε μας αυτούσιο, αλλά καταφέρνει να δώσει και την αίσθηση ότι τα χρόνια πέρασαν για τον Indy όσο και για τον ίδιο.

Αρνητικά; Ναι, η ταινία έχει κάμποσα. Το σενάριο σε πολλά σημεία είναι κακογραμμένο και πολλές ατάκες προσγειώνονται πολύ ανώμαλα στα αυτιά μας, ενώ η ιστορία με το τελικό μυστικό θα μπορούσε να δοθεί καλύτερα, αν και δεν πιστεύω ότι ήταν «ακατάλληλη» για ταινία Indiana Jones. Ο ρυθμός της ταινίας επίσης στις μεταβάσεις από τόπο σε τόπο δεν ήταν πάντα αρμονικός, αν και δεν μπορώ να πω ότι η ταινία δεν κρατούσε το ενδιαφέρον μου, ίσα ίσα. Αυτό που πιστεύω πάντως είναι ότι αυτά τα αρνητικά είναι ακριβώς αυτά που είχαν και όλες οι υπόλοιπες ταινίες Indiana Jones (οι οποίες βέβαια, ενώ αρτιότατες ταινίες δράσης, ποτέ δεν ήταν high film art), και είναι και αυτό ένα παράγωγο της απόφασης του Spielberg να ακολουθήσει την παλιά, καλή συνταγή για την ταινία του.

Επίσης, κι αυτό δεν είναι τόσο αρνητικό όσο προϊόν των καιρών που ζούμε και του τρόπου που γυρίζονται οι ταινίες σήμερα, είναι έντονη η παρουσία ψηφιακών εφέ στην ταινία, όχι σε βαθμό που να αφαιρεί από την ατμόσφαιρα, αλλά σίγουρα σε καταφανή αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες (οι οποίες όμως, ας θυμόμαστε, γυρίστηκαν είκοσι χρόνια πριν).

Και όχι, αρνητικό για μένα δεν ήταν αυτό με το οποίο έχει κολλήσει όλο το Internet, ότι ο Indy επιζεί από πυρηνική έκρηξη μέσα σε ένα εκσφενδονιζόμενο ψυγείο με επένδυση μολύβδου. Επειδή προφανώς η βουτιά από αεροπλάνο μέσα σε μια φουσκωτή βάρκα η οποία κατεβαίνει τα μισά Ιμαλάια και καταλήγει σε ποτάμι στη ζούγκλα στο Temple of Doom ήταν αρκετά ρεαλιστικότερη ε;

Μάλιστα, τα αρνητικά της ταινίας ήταν άλλος ένας λόγος που ένιωθα τόσο καλά βλέποντάς τη – γιατί αυτός ήταν ο Indy με τον οποίο μεγάλωσα και λάτρεψα, και αυτό τον Indy περίμενα να δω τόσα χρόνια μετά.

Για να τελειώνω, η εμπειρία που αποκόμισα από το νέο Indiana Jones μπορεί να περιγραφεί σαν να ανακαλύπτει η μάνα σου σ’ ένα ντουλάπι μια συνταγή από το αγαπημένο σου γλυκό που σου έφτιαχνε κάποτε, και αποφασίζει να σ’ το ξαναφτιάξει. Και είναι όντως εκείνο το παλιό αγαπημένο γλυκό των παιδικών σου χρόνων. Μόνο που ε, όσο να ‘ναι η γεύση διαφέρει ελαφρώς από αυτή που θυμάσαι, μια και η μάνα σου το έφτιαξε στην καινούρια της κουζίνα με σημερινά υλικά από το super market. Και συν τοις άλλοις, πλέον είσαι 30 χρόνων μαντράχαλος κι έχεις φάει και σε κάνα δυο εστιατόρια στο Λονδίνο ή στο Παρίσι από τότε.

Saturday, November 3, 2007

Twinkle, little star

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή: ΄Οσοι είδαν τις διαφημίσεις του Stardust του Matthew Vaughn και θέλουν να το δουν λόγω Robert De Niro, καλύτερα να το ξανασκεφτούν. Ενώ πρόκειται για έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους του των τελευταίων χρόνων και για μια πολύ καλή ερμηνεία την οποία εμφανώς απολαμβάνει, οι πιο σκληροπυρηνικοί φαν του - εσένα κοιτάω, Provolone - μάλλον θα βρίζουν για κάνα διήμερο μετά. Ίσως.

Το Stardust ξεκινάει με τη σεβάσμια χροιά του Sir Ian McKellen να μας εξιστορεί το πώς ο Dunstan Thorne, κάτοικος του χωριού Wall της Αγγλίας, πέρασε κάποτε το Τείχος που χωρίζει το χωριό από το Stormhold, ένα φανταστικό βασίλειο κατοικούμενο από μάγισσες, στοιχειά, πρίγκηπες και πειρατές του ουρανού και γνώρισε εκεί μια πανέμορφη κοπέλα που την έδενε η κατάρα μιας μάγισσας. Χρόνια μετά, ο γιος του ο Tristan (Charlie Cox) θα ξαναπεράσει το Τείχος προς το Stormhold για να βρει ένα πεφταστέρι, το οποίο θα του χαρίσει την καρδιά της αγαπημένης του Victoria (Sienna Miller). Το πρόβλημα είναι ότι το ίδιο πεφταστέρι ψάχνουν τρεις κακές μάγισσες (με αρχηγό τη Michelle Pfeiffer) και επτά πρίγκηπες που αντιμάχονται για το θρόνο του βασιλείου. Επειδή εντάξει, αλλιώς θα πήγαινε απλά και θα το έπαιρνε. Έτσι, θα μπλέξει σε μια φανταστική περιπέτεια και θα αντιμετωπίσει εκατοντάδες προκλήσεις μέχρι να φτάσει το στόχο του.

Η ιστορία του Stardust είναι ένα καθαρό παραμύθι - γραμμένο από τον βιρτουόζο του είδους Neil Gaiman - και δεν ντρέπεται καθόλου γι' αυτό. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία που αφηγείται είναι πέρα για πέρα φανταστική, δεν κλείνει το μάτι με νόημα στον εαυτό της ή στους θεατές, ούτε σατιρίζει το είδος της. Έτσι, όσοι δεν τρελάθηκαν με τη Μέση Γη του Tolkien και του Peter Jackson καλύτερα να μη κάνουν τον κόπο, καθώς τα κλισέ του είδους θα τους βαρέσουν κατακέφαλα. Προσωπικά, το καταευχαριστήθηκα και χάθηκα στις κελτικές εξοχές του, but that's just me.

Η σκηνοθεσία του Vaughn είναι μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς ο σκηνοθέτης και παραγωγός γνωστων αγγλο-gangsterικών θεαμάτων εδώ δίνει στο υλικό του επικές διαστάσεις και δημιουργεί από το τίποτα σχεδόν ένα κόσμο που δεν κατάφερε κανένα από τα πρόσφατα παραδείγματα fantasy (βλ. Eragon, Narnia κλπ.) που προσπάθησαν να ακολουθήσουν το Lord of the Rings.

Το σενάριο του ίδιου και της Jane Goldman δε λειτουργεί το ίδιο καλά, καθώς δεν καταφέρνει να περάσει το λυρισμό, το χιούμορ και την αφηγηματική δεινότητα του Gaiman, και πολλές φορές καταφεύγει σε εύκολες λύσεις, υποτιμώντας λίγο την εμπιστοσύνη που καλείται να δείξει ο θεατής. Έτσι είναι ευτυχές που τουλάχιστον η σκηνοθεσία καταφέρνει να καλύψει το κενό περνώντας μας σχεδόν αυτούσια την ατμόσφαιρα της ιστορίας.

Οι ερμηνείες επίσης δίνουν έξτρα ώθηση στην ταινία, καθώς βρίσκουν την ευαίσθητη εκείνη χορδή που χωρίζει την ερμηνεία παραμυθένιων χαρακτήρων από το να γίνει τσίρκο - άλλο ένα ενδεικτικό του πόσο καλά χειρίζεται ο Vaughn το υλικό του. Φυσικά και τα highlights εδώ είναι η Michelle Pfeiffer, η οποία αναρωτιέσαι τι το θέλει το αστέρι για να ξαναγίνει νέα, αν δείχνει έτσι στα 50 της, και o Bobby De Niro, ο οποίος ως Captain Shakespeare κάνει ρημαδιό το typecasting του και μας χαρίζει μια απολαυστική ερμηνεία ενός απολαυστικού χαρακτήρα, την οποία είναι ολοφάνερο ότι διασκεδάζει αφάνταστα. Ο Charlie Cox έχει το βάρος του κεντρικού ήρωα - ομορφόπαιδου, οπότε είναι επόμενο ότι θα είναι ελαφρώς αδιάφορος, ωστόσο κάνει καλή δουλειά στο να απεικονίσει την εξέλιξη του χαρακτήρα του, ειδικά από τη στιγμή που το σενάριο δεν τον βοηθάει πολύ σ'αυτό τον τομέα. Η Claire Danes επιστρέφει από τη λήθη των τελευταίων χρόνων για να δώσει στην Yvaine το Πεφταστέρι την εξώκοσμη γλυκύτητα που αρμόζει στο χαρακτήρα. Το υπόλοιπο cast δεν υστερεί ούτε σε ερμηνείες ούτε σε star power (γκουχ), καθώς έχουμε σε μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους Peter O' Toole, Rupert Everett, Ricky Gervais (κάπως απογοητευτική εμφάνιση είναι αλήθεια), και τη φωνή του Sir Ian McKellen που λέγαμε πριν.

Το Stardust, όπως προανέφερα, είναι ένα καθαρόαιμο παραμύθι, στην παράδοση του Krull, του Willow, του Labyrinth, και της ταινίας με την οποία έχει συγκριθεί πιο πολύ, του The Princess Bride του Rob Reiner, και ως τέτοια ιδανική για βροχερά σαββατιάτικα μεσημέρια. Ως τέτοια ελπίζω ότι θα καθιερωθεί και στη συνείδηση του κοινού, μια και παρ'όλο που το fantasy είδος αναβιώνει στο σινεμά στις μέρες μας καθώς πουλάει, λίγα δημιουργήματα κατάφεραν να έχουν την ευαισθησία, τη δεξιοτεχνία και την ειλικρίνεια που αρμόζει στα πραγματικά παραμύθια. Το Stardust του Matthew Vaughn είναι ένα από αυτά.

(Photos (c) Paramount Pictures, taken from RottenTomatoes.com)

Wednesday, May 23, 2007

The Empire always strikes twice


Ο David Lynch είναι μυστήριο τραίνο - κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο understatement από τότε που ο Oppenheimer είπε "This shit blows." (εξακριβωμένη ατάκα, την είπε αλήθεια, ήμουν εκεί).

Οι ταινίες του Lynch είναι εξίσου μυστήρια τραίνα με το δημιουργό τους - στην πλειοψηφία τους αποτελούν περίπλοκα μωσαϊκά εικόνων και ήχων που ναι μεν διηγούνται μια ιστορία, το κάνουν όμως πετώντας από το παράθυρο όλες τις συμβατικές τεχνικές αφήγησης και εξιστόρησης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο Lynch στις ταινίες του πλάθει ένα σύμπαν το οποίο βρίθει από ονειρικές εικόνες, συμβολισμούς, abstracts, easter eggs και red herrings, αποφεύγοντας αυστηρά οποιαδήποτε έννοια συνοχής χρόνου και τόπου, ακόμη και πραγματικότητας.

Το Inland Empire είναι ένα τέλειο παράδειγμα του παραπάνω στυλ. Είναι μεγάλο σε διάρκεια, έξοχα σκηνοθετημένο, με πολύ καλές ερμηνείες, και με ένα narrative το οποίο μετά την πρώτη ώρα περίπου εκτοξεύεται σε χίλιες διαφορετικές κατευθύνσεις, και ο θεατής πρέπει να ακολουθήσει όλα τα ίχνη που μένουν πίσω, αν θέλει να ελπίζει ότι θα βγει με επιτυχία από το λαβύρινθο. Η ταινία περιέχει εικόνες που άνετα συγκαταλέγονται σε μερικές από τις δυνατότερες που έχει παράγει ο σκηνοθέτης, ενώ η Laura Dern μας χαρίζει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής της και μάλιστα έχοντας το βάρος να αναπαραστήσει όχι έναν, όχι δύο, αλλά τρεις (και δυνητικά περισσότερους) χαρακτήρες, κανέναν από τους οποίους δεν είναι σε θέση να καταλάβει πλήρως.

Μέσα από το συνεχές παζλ των εικόνων αλλά και του καταπληκτικού ήχου, ο Lynch δημιουργεί με άνεση την ατμόσφαιρα που έχει γίνει σήμα κατατεθέν του, μια ατμόσφαιρα πιεστική, βαριά, με μουντά χρώματα, που αφήνει στιφή γεύση στο στόμα και την αίσθηση του μυαλού που ονειρεύεται μέσα σ' ένα λήθαργο τόσο βαθύ που δεν μπορεί πια να ξεχωρίσει πού τελειώνει το όνειρο και πού αρχίζει η πραγματικότητα... αν υπήρχε ποτέ πραγματικότητα, ή έστω διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο. Σ' αυτό συνεισφέρει και το σχεδόν αποκλειστικά με digital film γύρισμα, που αφαιρεί οποιαδήποτε πλαστικότητα και "φτιαχτή ομορφιά" από τις εικόνες και τις κάνει να μοιάζουν σχεδόν αφύσικες και απόμακρες.

Το θέμα βέβαια και η εύλογη ερώτηση αφού πέσουν οι τίτλοι τέλους σε ταινίες όπως αυτή, είναι "Κατάλαβες τίποτα;" Άλλωστε, ο Lynch κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να πει την ιστορία που θέλει λέγοντας στο θεατή όσα λιγότερα γίνεται - και ταυτόχρονα δείχνοντάς του, βομβαρδίζοντάς τον με συμβολισμούς και εικόνες που μπορεί να μη λένε τίποτα, μπορεί και τα πάντα για την ιστορία. Θεματική συνέχεια του εξαιρετικού Mulholland Drive, το Inland Empire καταπιάνεται με το άσχημο πρόσωπο του Hollywood stardom και τις επιπτώσεις του στη φιλόδοξη γυναίκα/ηρωίδα, καθώς και τα θολά όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, αν και ακολουθεί εντελώς άλλο δρόμο. Πάντως, παρά τον καταιγισμό εικόνων και νοημάτων και το συνεπαγόμενο μπέρδεμα και ξύσιμο της κεφαλής, η ιστορία δεν είναι ένα πρόβλημα χωρίς λύση, αφού αρκεί κανείς, με το που δει την ταινία, να κάνει ένα βήμα πίσω και να κοιτάξει όλο τον πίνακα - η ιστορία ξεπροβάλλει δειλά μέσα από τα μύρια στοιχεία, εικόνες και ατάκες που τη δημιούργησαν, ίσως όχι τόσο εύκολα όσο στο Mulholland Dr. αλλά πάντως το ίδιο σίγουρα. Φυσικά, κι αυτό είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό του Lynch που κάνει τη δουλειά του τόσο γοητευτική, στο τέλος δεν κολλάνε τα πάντα. Το συμπέρασμα δεν βγαίνει αβίαστα, ούτε δένουν όλες οι κλωστές σε ένα υφαντό που δείχνει την τελική εικόνα. Δεν εξηγούνται τα πάντα, γιατί δεν είναι τα πάντα εκεί με σκοπό να εξηγηθούν, απλά παραμένουν στο όριο του υποσυνείδητου γρατζουνώντας τους τοίχους του μυαλού ίσα ίσα για να θυμάσαι ότι είναι εκεί, χωρίς όμως να μπορείς να τους δώσεις νόημα ή να τα καταλάβεις. Με άλλα λόγια, σαν κάθε όνειρο που σέβεται τον εαυτό του, έχεις μια εικόνα την οποία θα θυμάσαι το πρωί που θα την περιγράψεις στους φίλους σου, αλλά πίσω της θα υπάρχουν χίλια πράγματα τα οποία θα παραμένουν στην άκρη του μυαλού σου, μα θα εξαφανίζονται κάθε φορά που προσπαθείς να στρέψεις το βλέμμα σου πάνω τους και να τα φέρεις στο φως.

Δεν είμαι σίγουρος τι θέση δίνω στο Inland Empire σε σχέση με τις υπόλοιπες του Lynch, πάντως σίγουρα πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο. Περιμένοντας να δω μια από τις πιο αδύναμες και ασυνάρτητες προσπάθειές του, έπεσα στο ακριβώς αντίθετο. I recommend.

Wednesday, April 25, 2007

You are my sunshine, my only sunshine...

Πραγματικά φαίνεται τόσο καλό στο χαρτί. Απ' τη μια, ο Danny Boyle και ο Alex Garland, το αχτύπητο δίδυμο πίσω από ταινίες όπως Trainspotting, A Life Less Ordinary, 28 Days Later. Ο μόνος λόγος να ανησυχείς γι' αυτούς ήταν το μετριότατο The Beach. Από την άλλη, ο φανταστικός Cillian Murphy και ένα φαινομενικά αγνό sci-fi σενάριο. Ο ήλιος μας πεθαίνει λόγω απροσδιόριστης αιτίας και φυσικά αυτό σημαίνει λίγα περισσότερα για τον πλανήτη μας πέρα από την αύξηση των πωλήσεων anorak. Η αποστολή Icarus που ξεκίνησε να σώσει το ετοιμοθάνατο αστέρι ρίχνοντας μέσα του μια τεράστια βόμβα μεγατόνων, έχει εξαφανιστεί εδώ και 7 χρόνια. Η αποστολή επαναλαμβάνεται λοιπόν, με το Icarus II κι εδώ ξεκινά και η ιστορία μας.

Και πάμε στην εκτέλεση. O Danny Boyle ως γνωστόν έχει συγκεκριμένο σκηνοθετικό στυλ, το οποίο είναι κι εδώ παρόν. Τόσο τα γρήγορα cuts, όσο και οι πιο μακρόσυρτες, contemplative σκηνές βρίθουν από το ύφος του συμπαθέστατου Κέλτη. Οι ερμηνείες είναι λίγο-πολύ by the numbers, μια και έχουμε ένα τυπικό διαστημικό πλήρωμα, με τους jock πιλότους του, με τους επιστήμονές του, με το γιατρό του, κλπ. κλπ. Οι χαρακτήρες δεν έχουν τον απαραίτητο χρόνο να σκιαγραφηθούν αρκετά δυστυχώς, κι έτσι αρκούμαστε σε κάποια βασικά στοιχεία που μαθαίνουμε γι' αυτούς. Το γεγονός ότι η ταινία ξεκινά κατ'ευθείαν πάνω στο σκάφος, ανάμεσα στην τροχιά της Αφροδίτης και του Ερμή, δε βοηθά σ'αυτό τον τομέα, αν και αρχικά μου φάνηκε καλή ιδέα, καθώς η αφήγηση γίνεται πιο άμεση και χωρίς τα κλισέ ταινίας καταστροφολογίας.

Ορισμένες σκηνές είναι υπέροχες, όπως π.χ. η πρώτη φορά που βλέπουμε ολόκληρο το Icarus II με τις εντυπωσιακές ηλιακές ασπίδες ή το πέρασμα του φαινομενικά μικροσκοπικού Ερμή μπροστά από την τεράστια πύρινη θάλασσα του ήλιου που σιγά σιγά γεμίζει τα φινιστρίνια. Είναι σκηνές που συνεισφέρουν στο να δείξουν το πραγματικό δέος που αξίζει το διαστημικό ταξίδι, κάτι που στην επιστημονική φαντασία έχει γίνει ανάλογο της ρουτίνας Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Το Icarus II δεν ταξιδεύει στις εσχατιές του διαστήματος, βρίσκεται στη "γειτονιά μας". Όμως κάθε άλλο παρά βόλτα είναι το ταξίδι, και το πρώτο μισό της ταινίας το δείχνει αυτό πολύ καλά.

Και κάποια στιγμή έρχεται το δεύτερο μισό. Και πραγματικά μπορείς να δεις τους Boyle και Garland σ'ενα γραφείο να κάνουν μπάφους και να λένε "OK, και τώρα; 'Ντάξει, τους φέραμε μέχρι τον Ερμή, πώς διάολο το τελειώνουμε;" "Ooohhh, θα βάλουμε ένα derelict space ship εκεί γύρω και θα ανέβουν πάνω! Και εκεί θα βρίσκεται ένας zombified κακός και θα τους πάρει στο κυνήγι!" "Thass like, a whole other movie, mate" "I knoo, 's gonna be greeet!"

Έτσι, το δεύτερο μισό της ταινίας αναλώνεται σε κλισέ από διάφορες sci-fi ταινίες (ανεξήγητα για τη συγκεκριμένη, sci-fi horror ταινίες), όπου ο Boyle gets his freak on και αρχίζει τις θολές λήψεις, τα μπερδεμένα κοψίματα και γενικά αυτή τη "whoah, man, cool" σκηνοθεσία που κάνει όταν βαριέται.

Η συγκεκριμένη ταινία είναι μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για την κινηματογραφική επιστημονική φαντασία. Κατά τα άλλα, μετριότατη ταινία, που ακόμα και για το DVD καλύτερα να νοίκιαζε κάποιος ξανά το Event Horizon. Κρίμα, πραγματικά. Ας ελπίσουμε ότι το 28 Weeks Later θα προσεχτεί περισσότερο.

Tuesday, April 17, 2007

Death is the road to awe.

Νομίζω ότι δώσαμε τον απαραίτητο χρόνο για να δουν όλοι το Fountain – όσοι δεν το είδαν, μη σώσουν (να πας να δεις το Bean εσύ, Provolone! :P). Γι’αυτές τις άτυχες ψυχές λοιπόν, βάζω ένα spoiler warning (a minor one, really -- συμπεριλαμβανομένων και των comments) και συνεχίζω ακάθεκτος.

Είναι γνωστό στους φίλους μου ότι είμαι Arronofsky fanboy. Το Requiem for a Dream εξακολουθεί να είναι για μένα μια από τις πιο έντονες στιγμές που έζησα σε σινεμά. Όμως ήταν εύκολο να κατηγορηθεί ότι βασιζόταν περισσότερο στα – καταπληκτικά – visuals και λιγότερο στην ιστορία που ήθελε να πει, ότι ήταν πιο πολύ στυλ παρά ουσία, κάτι με το οποίο συμφωνώ μόνο εν μέρει. Πάντως ο Arronofsky με είχε πείσει από τότε ότι το ιδιόμορφο μάτι που είχε στη σκηνοθεσία του δεν ήταν το μόνο που είχε να επιδείξει ως δημιουργός. Ακόμα αναρωτιέμαι πώς θα είχε βγει το Batman Begins αν το είχε αναλάβει τελικά (ευτυχώς βρέθηκε έτερος master storyteller γι’αυτό… ναι, και Nolan fanboy είμαι :P).

Στο The Fountain ο Arronofsky καταπιάνεται με το ευαίσθητο όσο και κοινότυπο θέμα της σχέσης μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Η αφήγηση αποτελείται από τρεις ιστορίες σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στο δικό μας παρόν, η Izzi πεθαίνει από καρκίνο και ο Tommy είναι κλεισμένος στο εργαστήριό του προσπαθώντας να βρει θεραπεία για την αγαπημένη του. Πίσω στον 16ο αιώνα, η βασίλισσα Isabella αναθέτει στον πιστό της conquistador, Tomas, να ταξιδέψει στο νέο κόσμο και να βρει το Δέντρο της Ζωής, που κάνει αθάνατο όποιον πιει από το χυμό του. Και πεντακόσια χρόνια στο μέλλον, ο Tommy ταξιδεύει μέσα στα άστρα για τον Ωρίωνα, όπου πιστεύει ότι θα βρει τον τρόπο ώστε η αγαπημένη του Izzi να ξαναζήσει.

Τρεις ιστορίες οι οποίες ουσιαστικά αφηγούνται μία, με την καθεμία να προσθέτει κάτι ουσιαστικό και στους χαρακτήρες πρωταγωνιστές της και στο νόημά της. Ένα νόημα το οποίο είναι τόσο ισχυρό όσο και πεντακάθαρο: Ο θάνατος είναι η λογική εξέλιξη της ζωής, ποτέ το τέλος. Ο κύκλος δεν ξεκινά, ούτε τελειώνει, απλά υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, κάτι που ο Tommy, όπως και οι περισσότεροι από μας, αρνείται να δεχθεί. “Death is a disease”, λέει. Ο θάνατος είναι μια αρρώστεια σαν όλες τις άλλες και αυτός θα τη θεραπεύσει. Είναι η τυπική απόκριση του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, μπροστά στο άγνωστο, στο τέλος. Και μέσα στη μανία του να βρει θεραπεία, χάνει τον πολύτιμο χρόνο που του απομένει να ζήσει με την Izzi. Χάνει τις στιγμές που πραγματικά μετράνε, τις στιγμές που είναι το μόνο πράγμα που μένει αθάνατο. Κι έτσι καταναλώνεται από αυτή του την εμμονή και τη μανία, όπως ο άτυχος conquistador μπροστά στο Δέντρο της Ζωής μέσα στις ζούγκλες του νέου κόσμου.

Όμως η Izzi καταλαβαίνει ότι θα πεθάνει και δε φοβάται, καταλαβαίνει ότι είναι μέρος του κύκλου και το πιο σημαντικό: ξέρει ότι η αγάπη που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν και στον Tommy δε θα πεθάνει ποτέ. Σύμβολο αυτού του κύκλου γίνεται το Xibalba, ή αλλιώς το νεφέλωμα του Ωρίωνα, απ’ όπου σύμφωνα με την πίστη των Maya περνάει η ψυχή για να ξαναγεννηθεί.

Το εντυπωσιακό είναι ότι, παρ’ όλο που το σενάριο σχηματίζει μαιάνδρους μέσα από τις τρεις ιστορίες, αυτό εξυπηρετεί τέλεια την ιστορία -- η αφήγηση είναι σαφέστατη, έχει αρχή, μέση και τέλος, έχει συγκεκριμένα πράγματα να πει και τα λέει. Μου είναι πραγματικά αδιανόητα τα όσα άκουσα περί μπερδεμένου σεναρίου, άσκοπης φλυαρίας, έλλειψης κατεύθυνσης κλπ. Το The Fountain λέει την ιστορία που θέλει να πει, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Ομολογουμένως, to script έχει τις ατυχείς στιγμές του, αλλά μπροστά στο όλο scope αυτό είναι λεπτομέρεια. Το ότι η ταινία είναι ανοιχτή σε διαφορετικές ερμηνείες και υποθέσεις ισχύει. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι η ιστορία είναι ακατανόητη.

Οι Jackman και Weisz είναι καταπληκτικοί στους ρόλους τους, ειδικά ο Hugh δίνει μια από τις πιο ευαίσθητες και δυνατές ερμηνείες της καριέρας του. Όσο για την περίφημη μουσική του Clint Mansell (και την πολύτιμη συμβολή των Mogwai βεβαίως – τι θα έκανες χωρίς τη Γλασκώβη, πλανήτη Γη, αχ! :P), δεν έχω να προσθέσω κάτι σε αυτά που είπε η Ginger στο δικό της post. Θα πω μόνο ότι το Together We Will Live Forever έχει θρονιαστεί στο mp3 player μου και δεν ξεκολλάει.

And now it’s finished.

Wednesday, March 7, 2007

Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις...

... ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.

Δεν είναι φυσικά και κανένα τρανό twist να πω ότι οι 300 πεθαίνουν στο τέλος της ταινίας. Το θέμα είναι πώς εχουν φτάσει ως εκεί και το τι έρχεται μετά.

Οι 300 του Zack Snyder είναι βασισμένοι, ως γνωστόν, στο ομώνυμο comic του Frank Miller. Αυτό συνεπάγεται δύο πράγματα: Πρώτον, δεν είναι ακριβής ιστορική αναπαράσταση της μάχης των Θερμοπυλών και δεύτερον, ακολουθεί τις ιδιαίτερες στυλιστικές επιλογές που έκανε ο Miller για να διηγηθεί την ιστορία του. Με τις ίδιες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για τα γυρίσματα του Sin City (γύρισμα μπροστά σε blue screen, απουσία σκηνικών, ψηφιακό ρετουσάρισμα της εικόνας, κλπ.), επίσης βασισμένου στο έργο του Miller, ο Snyder αναπαράγει το όραμα του συγγραφέα/εικονογράφου σχεδόν στην εντέλεια. Η κάθε σκηνή είναι σαν να ξεπηδάει από τις σελίδες του comic, τα χρώματα ακολουθούν την παλέτα με την οποία έντυσε την ιστορία η Lynn Varley, ενώ δεν είναι λίγες οι στιγμές που οι εικόνες θυμίζουν ζωγραφικούς πίνακες.

Ακολουθώντας πιστά το original υλικό, η ταινία παίρνει την ιστορία της μάχης των Θερμοπυλών όπως τη γνωρίζουμε από τους Περσικούς Πολέμους και την ξεγυμνώνει στα βασικά της χαρακτηριστικά: την τελική αντίσταση μιας μονάδας στρατιωτών ενάντια σε έναν ανώτερο αριθμητικά εχθρό χωρίας καμία πιθανότητα νίκης, η οποία όμως έμελλε να αλλάξει αποφασιστικά την πορεία του πολέμου και κατά πολλούς, τη ροή της Ιστορίας ολόκληρης.

Αυτή την ιστορία λέει ο Frank Miller, αυτή και ο Zack Snyder με την ταινία του. Η στυλιστική απεικόνιση που επέλεξε ο Miller για να εξιστορήσει τα γεγονότα αυτά περνά αυτούσια και στην ταινία.
Έτσι, οι Σπαρτιάτες είναι μυώδεις, επαγγελματίες στρατιώτες που ζουν για να μάχονται και πηγαίνουν στη μάχη για να νικήσουν ή να πεθάνουν, ενώ η τιμή και η ανδρεία τους είναι τα πιο πολύτιμα αγαθά τους. Έτσι, αναπαρίστανται γυμνοί, με μόνα τους όπλα την περικεφαλαία, την ασπίδα, το δόρυ και το μανδύα τους, γελάνε μπροστά στον κίνδυνο και κανείς τους δε γυρνά ποτέ την πλάτη στον εχθρό.
Οι Πέρσες παρουσιάζονται παρηκμασμένοι, υποτελείς σε έναν άνθρωπο ο οποίος διατείνεται ότι είναι όχι μόνο βασιλιάς τους, μα θεός τους, ενώ κυβερνά με το φόβο και όχι με το σεβασμό. Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά είναι το μεγαλύτερο ιδανικό τους κι έτσι τους βλέπουμε με φανταχτερά ρούχα, κοσμήματα και βαμμένα πρόσωπα. Ο ίδιος ο Ξέρξης είναι καλυμμένος απ' την κορφή ως τα νύχια με χρυσάφι, πάνω σε έναν επίσης χρυσό θρόνο, υποβασταζόμενο από δεκάδες δούλους.

Ο οπτικοακουστικός τομέας είναι χωρίς αμφιβολία το δυνατό χαρτί της ταινίας. Η σκηνοθεσία είναι σφιχτή και σίγουρη, δε χάνει λεπτό από τη χαοτική δράση που απεικονίζεται, τα γεγονότα παραμένουν καθαρά ακόμη και μέσα στη χειρότερη σφαγή. Το μοντάζ είναι έξοχο, ενώ τα ψηφιακά σκηνικά κόβουν την ανάσα, καθώς το μοντέλο του γυρίσματος του Sin City φτάνει σε νέα ύψη. Οι ερμηνείες είναι δυνατές, δεν υπάρχει κάποια παραφωνία στον τομέα αυτό, λαμβάνοντας υπ' όψη και τις απαιτήσεις των ρόλων. Όλοι οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν έντονη θεατρικότητα στους ρόλους τους, άλλωστε πολλά σημεία της ταινίας θυμίζουν θεατρική παράσταση. Ο Λεωνίδας του Gerard Butler είναι μια φιγούρα που ήδη έχει πάρει τη θέση της δίπλα στον William Wallace, τον Maximus Decimus Meridius και τους υπόλοιπους λεπιδοφόρους ήρωες της κινηματογραφικής αρχαιότητας, ενώ και ο Rodrigo Santoro καταφέρνει να ξεπεράσει την υπερβολή της εμφάνισής του και να πλάσει έναν εντυπωσιακό και φοβερό Ξέρξη.

Τα προβλήματα της ταινίας έρχονται όταν αποφασίζει να αποκλίνει από το υλικό απ' το οποίο πηγάζει. Η εισαγωγή της ιστορίας της βασίλισσας δε χρησιμεύει στην ιστορία παρά μόνο ως δικαιολογία να κάνει κάτι και η Lena Headey (η οποία παρ' όλα αυτά καταφέρνει να σταθεί στο ύψος του ρόλου μιας βασίλισσας), ενώ κοστίζει στην ταινία σε ρυθμό, καθώς κόβει συνεχώς ανάμεσα στις σκηνές της μάχης, η οποία πρέπει να είναι και το επίκεντρο εδώ. Επίσης, ορισμένες στυλιστικές υπερβολές ειδικά στο στρατό των Περσών είναι λίγο δύσκολο να ξεπεραστούν, εφόσον δεν υπάρχει λόγος για την παρουσία τους πέρα από το να αυξηθεί η φρίκη του κοινού για τον περσικό στρατό και να τονιστεί έτσι περισσότερο η ανδρεία των 300. Πράγμα το οποίο ωστόσο θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς, με αποτέλεσμα οι υπερβολές αυτές να ξεμένουν ως στιγμιαίες ιδιοτροπίες του σκηνοθέτη να προσθέσει πάνω στο αρχικό υλικό.

Το comic για μένα προσωπικά αποτελεί ένα απο τα αριστουργήματα της 9ης Τέχνης. Η ταινία χάνει στα σημεία μόνο και μόνο επειδή δεν εμπιστεύτηκε αρκετά το υλικό από το οποίο προήλθε. Παρ' όλα αυτά, παραμένει εμπειρία, ένα οπτικοακουστικό tour-de-force, ήδη κλασσικό στο είδος του.

Μετά απ' όλα αυτά πάντως, εγώ έχω μια ιδέα για τη μετέπειτα καριέρα μου. Θα ασχοληθώ με την οργάνωση avant premiere events στην Ελλάδα. Απ' ό,τι είδα, το μόνο που θα πρέπει να κάνω είναι ένα προσεγμένο slideshow, να νοικιάσω ένα φτηνό σκηνικό, να προσλάβω έναν ικανό αριθμό ανθρώπων που θα φροντίσω να μην είναι ενημερωμένοι για τίποτα απολύτως, δε θα ξοδέψω χρήματα για κορδέλες για ουρές, αφού μια χαρά λειτουργούν οι Έλληνες σαν μπούγιο, και αφού φαίνεται ότι, αντίθετα από τους νόμους της φυσικής, είναι δυνατόν να περάσεις 1000 άτομα μέσα από μια είσοδο πλάτους 30 cm, και δε χρειάζεται να μπω και στον κόπο να αναθέτω και θέσεις στους θεατές, μια και έχουμε 1983 και το "καθήστε όπου βρείτε" λειτουργεί τέλεια.

It's genius, I tell you!

Tuesday, January 9, 2007

Δε λούκ ον δειρ φέισις...

Ως πρώτο post μου θα ήθελα να μιλήσω για μια ταινία που είδα πρόσφατα και πιστεύω ότι χρήζει ανάλυσης και συζήτησης. Η ταινία αυτή είναι το νέο δημιούργημα του Chris Nolan “The Prestige”.

Θα πω εξ’ αρχής ότι μου άρεσε. Ειδικά την δεύτερη φορά που το είδα εκτίμησα ακόμα περισσότερο το πολύ προσεγμένο χτίσιμο της. Κάτι όμως με εμπόδισε από το να την χαρακτηρίσω αριστούργημα. Η εισαγωγή μιας ιστορικά αμφιλεγόμενης μηχανής/τεχνικής/επιστημονικής θεωρίας στη μέση της ταινίας και κυρίως το τέλος.

Μην ανησυχείτε δεν θα προβώ σε περεταίρω αποκαλύψεις (ίσως θέσω περισσότερα ερωτήματα όταν οι περισσότεροι συνάδελφοι bloggers την έχουν δει… σε εσένα το λέω MacTege). Θα πω όμως το εξής: Ο Nolan πέφτει στην κλασσική παγίδα του Hollywood. Μια κατά τα άλλα ευφυέστατη ταινία και πολύ-επίπεδη, προσπαθεί να την κάνει απόλυτα κατανοητή όχι απλά στον μέσο θεατή, αλλά σε όλο τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να την ξεγυμνώνει στα τελευταία λεπτά κάτι που σίγουρα λειτουργεί αρνητικά για την ταινία που μέχρι τότε κινούταν σε εξαιρετικά επίπεδα. Αυτό που εννοώ είναι ότι ενώ με αυτά που δείχνει καταλαβαίνουμε (και ο πληθυντικός χρησιμοποιείται πολύ ελεύθερα εδώ) τι ακριβώς έχει γίνει και ποια είναι τα μυστήρια της ταινίας περίπου 10- 15 λεπτά πριν το τέλος, ο Nolan τελειώνει την ταινία με μια σεκάνς που θυμίζει πολύ έντονα Usual Suspects, και μας αποκαλύπτει ότι τελικά… αυτό που είχαμε καταλάβει… ήταν αλήθεια… Χμμ... οκ...

Πάντως η ταινία λειτουργεί πολύ όμορφα σε ένα συμβολικό επίπεδο, ως σχολιασμός του Nolan πάνω στην «τέχνη» του θεάματος και στον δημιουργό (κάτι που ενόχλησε πολλούς που ξέρω, καθώς εξέλαβαν τη συγκεκριμένη τεχνική ως περιαυτολογία του δημιουργού Nolan) . Ένα πολύ ωραίο σημείο είναι όταν οι δύο ανταγωνιστές (εκφραστές και δυο διαφορετικών απόψεων πάνω στην τέχνη του θεάματος) ανταλλάσουν απόψεις πάνω στο θέμα της θυσίας στο όνομα της τέχνης, και στους λόγους για τους οποίους ο καθένας τους κάνει αυτό που κάνει.

“You really don’t know, do you?” Λέει ο Algier στον Borden. “It was the look on their faces.” Καταλήγει, αναφερόμενος στο κοινό του που τον παρακολουθούσε με δέος κάθε φορά που ήταν πάνω στη σκηνή. Δεν είμαι σίγουρος αν αντηχούσε τις σκέψεις του Nolan ο Jackman στη συγκεκριμένη στιγμή, σίγουρα όμως πολλοί δημιουργοί είδαν το πρόσωπό τους στον χαρακτήρα του Jackman. Δυστυχώς όμως the look on my face ήταν ένα μείγμα απογοητευμένης απορίας και απάθειας.

Υ.Γ. Ήρθε ο Μάρτιος; Ακόμα;;; Πόσο μπορεί κάποιος να περιμένει αφού έχει δει το καινούργιο trailer του 300 στη μεγάλη οθόνη;; Έχουμε και τα όριά μας… άντε…

Friday, January 5, 2007

Ο Χίτλερ δεν πέθανε: Ζει και παράγει ταινίες!

Χτες βράδυ είδα εφιάλτη ότι το 4ο Ραίχ, είχε κυριεύσει ξανά την Ευρώπη, η Εύα Μπραόυν είχε εκτοπίσει την Paris Hilton, η βότκα μαρτίνι είχε αντικατασταθεί συνταγματικά με τη μπίρα και τα «επικίνδυνα» βιβλία δεν καίγονταν στις πλατείες αλλά μεταφέρονταν στον κινηματογράφο! Αυτά παθαίνει κανείς όταν πάει να δει στο σινεμά το «Άρωμα» και πίνει στο καπάκι τέσσερα dry martini («…πίνω για να ξεχνώ τον πόνο»)!
Η πρόσφατη απόπειρα του Γερμανού (is that a coincidence?) Τικβέρ να μεταφέρει το βιβλίο του Ζισκίντ στον κινηματογράφο κατέληξε να μοιάζει με απαγγελία συνοδεία οπτικοακουστικών βοηθημάτων –κι αυτή είναι η επιεικής κριτική. Φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης των –αξιόλογων- «Heaven» και «Η πριγκίπισσα και ο πολεμιστής» αποφάσισε να αγνοήσει την άποψη του Κιούμπρικ περί «ακατάλληλου προς κινηματογράφηση βιβλίου» (σωστά, την άποψη του σκηνοθέτη που έκανε τις ταινίες-ορόσημο στις κατηγορίες θρίλερ, film noir, εποχής και επιστημονικής φαντασίας θα υπολογίσουμε;), καταφεύγοντας στο φτηνό σκηνοθετικό κόλπο της αφήγησης. Ίσως τελικά να ήταν καλύτερο απλά να έκαιγε το βιβλίο!
What is my point? Δεν είναι απαραίτητο κάθε, μα κάθε βιβλίο που έκανε -στοιχειώδη έστω- επιτυχία να μεταφέρεται στον κινηματογράφο. Για μερικά, είναι απλά αδύνατο. Ακόμα και για τις επιτυχημένες μεταφορές, υπάρχουν πολλές ενστάσεις. Σίγουρα γέλασα στο «Hitchhiker’s guide to galaxy», όχι όμως τόσο όσο διαβάζοντας τα βιβλία ενώ χρειάστηκε όλο το ταλέντο και η τρέλα του Johnny Depp (προσωπικού φίλου του Hunter Thompson) για να αποδοθεί ικανοποιητικά ο παράλογος κόσμος του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας». Υποθέτω ότι μετά την -«μαρκετινίστικα» ιδεατή- παραφιλολογία γύρω από την κινηματογραφική μεταφορά του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και την πολυθρύλητη ευλογία του Τζάκσον από τη λέσχη οπαδών του Τόλκιν, τα studios βρήκαν τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, όμως όλα έχουν κι ένα όριο!
Ευτυχώς που η μοναδική μεταφορά βιβλίου του Τομ Ρόμπινς («Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν») απέτυχε παταγωδώς κι έτσι δεν κινδυνεύουμε να δούμε το «Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από καυτά κλίματα» γυρισμένο σε στυλ «κυνηγι-του-χαμένου-θησαυρού-με-έπαθλο-ένα-Ματις» και πρωταγωνιστή τον Νίκολας Κέητζ. Καλού-κακού όμως, απόψε λέω να φάω ελαφρά και να πιω μόνο σόδα!

Υ.Γ.: Αντιφατικό αλλά σούπερ! Μόλις διάβασα ότι ο Johnny Depp θα πρωταγωνιστήσει στην μεταφορά του «Rum Diary». Great!

Saturday, December 30, 2006

Οι 5 καλύτερες ταινίες της χρονιάς (Αύγουστος-Δεκέμβριος 2006)

Έως τώρα δεν μας έχουν κάνει την τιμή να μας επισκεφτούν ταινίες, όπως το "The Good Shepherd" του ανυπέρβλητου Bobby ή το πολυαναμενόμενο "Letters From Iwo Jima" του Clint Eastwood. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι κατά το πρώτο μισό της εφετινής σεζόν πρωταγωνίστησαν στα multiplex της χώρας εξαιρετικές ταινίες, έχει ενδιαφέρον να κάνουμε ένα σύντομο rewind και να καταλήξουμε στο Top 5 της σεζόν...(αν είχα προλάβει να δω κιόλας τα "The Prestige", "Babel").

Εκτός λίστας αλλά άξια αναφοράς είναι τα "Borat" και "Devil Wears Prada". Το πρώτο γιατί μας έκανε να λέμε επί εβδομάδες "Hiii, my name Borat" και το δεύτερο επειδή πρόσθεσε άλλο ένα παράσημο υποκριτικής στην μοναδική Meryl Streep.

Επιστροφή στα του Top 5:

5) Casino Royale
Ο Daniel Craig είναι ένας οδοστρωτήρας αρρενωπότητας και στυλ. Αποτελεί δε έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο ηθοποιό. Long live the new (blonde) Bond! Ευφημος μνεία τόσο στους εμπνευσμένους τίτλους αρχής με ματωμένα τραπουλόχαρτα και λαβές Aikido όσο και στο εξαιρετικό "You know my name" του Chris Cornell.

4) Miami Vice
Ποτέ άλλοτε ένα Bacardi Mojito δεν ήταν τόσο γευστικό. O Michael Mann κερδίζει δικαίως με τις δημιουργίες του τον τίτλο του δεύτερου κορυφαίου εν ζωή σκηνοθέτη (δείτε παρακάτω ποιος είναι ο No1), καθώς καταφέρε και πάλι να μαγέψει με τα -σήμα κατατεθέν- πλάνα του. Όσο για τη μουσική και τα τραγούδια που συνόδεψαν την περιπέτεια του Sonny και του Rico, αυτά συνέθεσαν το καλύτερο ost της χρονιάς.

3) Children of Men
Σκοτεινό, ατμοσφαιρικό, υπέροχο. Ο Clive Owen δίνει ρεσιτάλ κυκλοφορώντας με κάλτσες, ο Michael Caine είναι απλώς απολαυστικός και ο Alfonso Cuaron δημιουργεί δικαίως νέες...Great Expectations. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το "Bladerunner" ή το "Brazil" του 21ου αιώνα...

2) United 93
Ο Paul Greengrass εξελίσσεται σε έναν από τους ικανότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς και το "United 93" αποτελεί μια ταινία ωδή στην πίστη, στην ελπίδα, στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Πραγματικά συγκλονιστικό και (εμμέσως) πρόδηλα καταγγελτικό.

1) The Departed
Επιστροφή στην έμπνευση για τον ,κορυφαίο εν ζωή σκηνοθέτη, Marty Scorsese. Έπειτα από το απρόσωπο και, εν πολλοίς, απογοητευτικό Aviator, ο Mr GoodFellas απέδειξε και πάλι ότι η σκηνοθεσία είναι τέχνη και ότι οι ηθοποιοί μεταμορφώνονται προς το καλύτερο υπό την καθοδήγησή του. Μήπως ήρθε η ώρα λοιπόν για το πολυπόθητο αγαλματάκι; Υ.Γ. Όσοι συνεχίζουν να αποκαλούν να ταυτίζουν τον DiCaprio με τον "Τιτανικό", μάλλον δεν έχουν δει το "The Departed". Πρόκειται για την ερμηνεία της ζωής του (μέχρι την επόμενη, όπως έλεγε και κάποιος θρύλος...)!